κατασχίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασχίζω''': μέλλ. -σχίσω, [[σχίζω]] τι ἐντελῶς, [[κατακόπτω]], κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· [[κατασχίζω]] τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.
|lstext='''κατασχίζω''': μέλλ. -σχίσω, [[σχίζω]] τι ἐντελῶς, [[κατακόπτω]], κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ [[ῥάκος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· [[κατασχίζω]] τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.
}}
{{bailly
|btext=briser, détruire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σχίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχίζω Medium diacritics: κατασχίζω Low diacritics: κατασχίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΙΖΩ
Transliteration A: kataschízō Transliteration B: kataschizō Transliteration C: kataschizo Beta Code: katasxi/zw

English (LSJ)

fut. -

   A σχίσω X.An.7.1.16:—cleave asunder, split, slit, Ar.V.239, cj. in Hp.Mochl.36 (Pass.); κ. τὰς πύλας, τὰς θύρας, burst them open, X. l.c., D.21.79; tear, τοὺς χιτωνίσκους Phld.Ir.p.39 W.: —Med., κατεσχίσω τὸ ῥάκος Ar.Ra.405 (lyr.):—Pass., of nerves or veins, branch, Gal.2.390, 8.65; of leaves, Dsc.2.130.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχίζω: μέλλ. -σχίσω, σχίζω τι ἐντελῶς, κατακόπτω, κ. τὸν κόρκορον Ἀριστοφ. Σφ. 239, πρβλ. Ἱππ. Μοχλ. 86·- Μέσ. κατεσχίσω… τὸ ῥάκος Ἀριστοφ. Βάτρ. 403· κατασχίζω τὰς πύλας, τὰς θύρας, ἀνοίγω διὰ τῆς βίας, κατκόπτω, σπῶ, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 16, Δημ. 540. 2.

French (Bailly abrégé)

briser, détruire, acc..
Étymologie: κατά, σχίζω.