κατάνυξις: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάνυξις''': -εως, ἡ ([[κατανύσσω]]), [[κέντησις]], βαθεῖα [[λύπη]] τὴν καρδίαν ἐγγίζουσα, κεντοῦσα· ἔτι «τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς τὴν ἀνιάτως ἔχουσαν καὶ ἀμεταθέτως· [[πνεῦμα]] κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν» Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 8, Ἰω. Χρυσ. 7. 450· ἐκθάμβωσις, [[νάρκη]] τῆς ψυχῆς, [[λήθαργος]].
|lstext='''κατάνυξις''': -εως, ἡ ([[κατανύσσω]]), [[κέντησις]], βαθεῖα [[λύπη]] τὴν καρδίαν ἐγγίζουσα, κεντοῦσα· ἔτι «τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς τὴν ἀνιάτως ἔχουσαν καὶ ἀμεταθέτως· [[πνεῦμα]] κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν» Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 8, Ἰω. Χρυσ. 7. 450· ἐκθάμβωσις, [[νάρκη]] τῆς ψυχῆς, [[λήθαργος]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />componction.<br />'''Étymologie:''' [[κατανύσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάνυξις Medium diacritics: κατάνυξις Low diacritics: κατάνυξις Capitals: ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ
Transliteration A: katányxis Transliteration B: katanyxis Transliteration C: katanyksis Beta Code: kata/nucis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stupefaction, bewilderment, ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον -νύξεως LXXPs. 59(60).3, cf.Is.29.10.    2 contrition, Just.Nov.137.6Intr.

German (Pape)

[Seite 1366] ἡ, das Zerstechen, bes. geistig, das Verursachen inniger Betrübniß, oder der tiefe Schlag, N. T.; vgl. Ep. ad. (IX, 819).

Greek (Liddell-Scott)

κατάνυξις: -εως, ἡ (κατανύσσω), κέντησις, βαθεῖα λύπη τὴν καρδίαν ἐγγίζουσα, κεντοῦσα· ἔτι «τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς τὴν ἀνιάτως ἔχουσαν καὶ ἀμεταθέτως· πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν» Ἐπιστ. π. Ρωμ. ια΄, 8, Ἰω. Χρυσ. 7. 450· ἐκθάμβωσις, νάρκη τῆς ψυχῆς, λήθαργος.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
componction.
Étymologie: κατανύσσω.