καταρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾱρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[καταράομαι]], Ἡρόδ. 2. 39.
|lstext='''κατᾱρέομαι''': Ἰων. ἀντὶ τοῦ [[καταράομαι]], Ἡρόδ. 2. 39.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. c.</i> [[καταράομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1374] ion. = καταράομαι, Her., z. B. 4, 184.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾱρέομαι: Ἰων. ἀντὶ τοῦ καταράομαι, Ἡρόδ. 2. 39.

French (Bailly abrégé)

ion. c. καταράομαι.