κεραύλης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, [[Πολυδ]]. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6. | |lstext='''κεραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, [[Πολυδ]]. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />sonneur de trompe.<br />'''Étymologie:''' [[κέρας]], [[αὐλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A horn-blower, Archil.172, Luc.Trag.33.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, = κεραταύλης; Luc. Tragodop. 33; Archil. Poll. 4, 71.
Greek (Liddell-Scott)
κεραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλῶν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Πολυδ. Δ΄, 74, Λουκ. Τραγ. 33· ― κεραυλία, ἡ, τὸ αὐλεῖν διὰ κερατίνου ὀργάνου, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6.