κορώνεως: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κορώνεως''': -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα [[χρῶμα]] κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. [[κοράκεως]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κορώνεως]]· ἀμπέλου ἢ συκῆς [[εἶδος]]».
|lstext='''κορώνεως''': -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα [[χρῶμα]] κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. [[κοράκεως]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κορώνεως]]· ἀμπέλου ἢ συκῆς [[εἶδος]]».
}}
{{bailly
|btext=ω;<br /><i>adj. f.</i><br />à fruits noirs (figuier, raisin).<br />'''Étymologie:''' [[κορώνη]]¹.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορώνεως Medium diacritics: κορώνεως Low diacritics: κορώνεως Capitals: ΚΟΡΩΝΕΩΣ
Transliteration A: korṓneōs Transliteration B: korōneōs Transliteration C: koroneos Beta Code: korw/news

English (LSJ)

(sc. συκῆ), ἡ,

   A a fig of raven-grey colour, Ar.Pax628.

Greek (Liddell-Scott)

κορώνεως: -ω, ἡ, συκῆ ἔχουσα χρῶμα κορώνης, μελαψόν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 628· πρβλ. κοράκεως. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κορώνεως· ἀμπέλου ἢ συκῆς εἶδος».

French (Bailly abrégé)

ω;
adj. f.
à fruits noirs (figuier, raisin).
Étymologie: κορώνη¹.