κιλλός: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιλλός''': -ή, -όν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ὄνου, [[φαιός]], [[θερίστριον]] Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· [[ὡσαύτως]] κίλλιος, α, ον, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56.
|lstext='''κιλλός''': -ή, -όν, ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ὄνου, [[φαιός]], [[θερίστριον]] Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· [[ὡσαύτως]] κίλλιος, α, ον, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 56.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />gris.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc.
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιλλός Medium diacritics: κιλλός Low diacritics: κιλλός Capitals: ΚΙΛΛΟΣ
Transliteration A: killós Transliteration B: killos Transliteration C: killos Beta Code: killo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ass-coloured, grey, θερίστριον Eub.103, cf. Hsch., Phot., Eust.1057.56:—also κίλλιος, α, ον, Poll.7.56.

German (Pape)

[Seite 1438] ή, όν, = κίλλιος, Eubul. nach Schol. Il. 16, 234 εἶδος χρώματος; φαιοῦ Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κιλλός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου, φαιός, θερίστριον Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· ὡσαύτως κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
gris.
Étymologie: DELG étym. obsc.