κρίκος: Difference between revisions

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρίκος''': ῐ, ὁ, Ὁμηρ. [[τύπος]] τοῦ [[κίρκος]], [[κρίκος]] τις («κρικέλλι») ἐπὶ τῆς ἐπιστηθίου σκευῆς τῶν ἵππων δι’ ἧς προσέδενον αὐτοὺς πρὸς ξύλινον πάσσαλον (ἕστορα) τοῦ ῥυμοῦ τῆς ἁμάξης, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον Ἰλ. Ω. 272. 2) μικραὶ ὀπαὶ ἐν τοῖς ἱστίοις δι’ ὧν τὰ σχοινία (οἱ κάλῳ) διήρχοντο καὶ ἐσύροντο. Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 2, [[Πολυδ]]. Αϳ, 94. 3) [[δακτύλιος]], «δαχτυλίδι» τῆς χειρός, Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 2, 7· ἐν Καρχηδόνι οἱ ἄνδρες ἐφόρουν ἰσαρίθμους δακτυλίους ταῖς μάχαις ἐν αἷς ἐπολέμησαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 2, 10. 4) [[κόσμημα]] τῆς [[ῥινός]], [[ἔρρινον]] [[δακτυλίδιον]], Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203· [[φυλακτήριον]], Πλουτ. Δημοσθ. 30· [[κρίκος]] ἁλύσεως, ὁ αὐτ. 2. 304Β, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 67· ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφασμάτια, δηλ. ἁλυσιδωτὸς [[ὁπλισμός]], Ἰουλιαν. 37D.
|lstext='''κρίκος''': ῐ, ὁ, Ὁμηρ. [[τύπος]] τοῦ [[κίρκος]], [[κρίκος]] τις («κρικέλλι») ἐπὶ τῆς ἐπιστηθίου σκευῆς τῶν ἵππων δι’ ἧς προσέδενον αὐτοὺς πρὸς ξύλινον πάσσαλον (ἕστορα) τοῦ ῥυμοῦ τῆς ἁμάξης, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον Ἰλ. Ω. 272. 2) μικραὶ ὀπαὶ ἐν τοῖς ἱστίοις δι’ ὧν τὰ σχοινία (οἱ κάλῳ) διήρχοντο καὶ ἐσύροντο. Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 2, [[Πολυδ]]. Αϳ, 94. 3) [[δακτύλιος]], «δαχτυλίδι» τῆς χειρός, Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 2, 7· ἐν Καρχηδόνι οἱ ἄνδρες ἐφόρουν ἰσαρίθμους δακτυλίους ταῖς μάχαις ἐν αἷς ἐπολέμησαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 2, 10. 4) [[κόσμημα]] τῆς [[ῥινός]], [[ἔρρινον]] [[δακτυλίδιον]], Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203· [[φυλακτήριον]], Πλουτ. Δημοσθ. 30· [[κρίκος]] ἁλύσεως, ὁ αὐτ. 2. 304Β, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 67· ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφασμάτια, δηλ. ἁλυσιδωτὸς [[ὁπλισμός]], Ἰουλιαν. 37D.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> anneau fixé à la partie saillante du joug;<br /><b>2</b> anneau <i>ou</i> œillet d’une voile (<i>par où passent les cordages servant à la manœuvrer</i>);<br /><b>3</b> bracelet.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κυρτός]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 3) [[ἀμφιδέαι]], [[βραχιονιστήρ]], περιβραχιόνιον, [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίκος Medium diacritics: κρίκος Low diacritics: κρίκος Capitals: ΚΡΙΚΟΣ
Transliteration A: kríkos Transliteration B: krikos Transliteration C: krikos Beta Code: kri/kos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, Homeric form of κίρκος,

   A ring, on a horse's breastband, to fasten it to the peg (ἕστωρ) at the end of the carriage-pole, Il.24.272.    2 eyelet-hole in sails, through which the reefingropes were drawn, Hdt.2.36, cf. Poll.1.94, PLond.3.1164 (h) 8 (iii A. D.).    3 curtain-ring, Thphr.HP4.2.7, J.AJ3.6.2.    4 fingerring, Arist.Pol.1324b14; part of a finger-ring, Inscr.Délos461 Ba6, al. (ii B. C.).    5 nose-ring, S.E.P.3.203.    6 armlet, Plu.Dem. 30.    7 link in a chain, Id.2.304b, Alex.Aphr.Pr.2.67, Iamb. Comm.Math.7; ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφάσματα chain armour, Jul.Or.37d.    8 hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.2.    9 ring of a spanner, Hero Bel.101.13; of a ring-bolt, Apollod Poliorc.166.15; of an armillary sphere, Procl.Hyp.6.2 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κρίκος: ῐ, ὁ, Ὁμηρ. τύπος τοῦ κίρκος, κρίκος τις («κρικέλλι») ἐπὶ τῆς ἐπιστηθίου σκευῆς τῶν ἵππων δι’ ἧς προσέδενον αὐτοὺς πρὸς ξύλινον πάσσαλον (ἕστορα) τοῦ ῥυμοῦ τῆς ἁμάξης, ἐπὶ δὲ κρίκον ἕστορι βάλλον Ἰλ. Ω. 272. 2) μικραὶ ὀπαὶ ἐν τοῖς ἱστίοις δι’ ὧν τὰ σχοινία (οἱ κάλῳ) διήρχοντο καὶ ἐσύροντο. Ἡρόδ. 2. 36, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 2, Πολυδ. Αϳ, 94. 3) δακτύλιος, «δαχτυλίδι» τῆς χειρός, Θεόφρ. Ἱστ. Φυτ. 4. 2, 7· ἐν Καρχηδόνι οἱ ἄνδρες ἐφόρουν ἰσαρίθμους δακτυλίους ταῖς μάχαις ἐν αἷς ἐπολέμησαν, Ἀριστ. Πολ. 7. 2, 10. 4) κόσμημα τῆς ῥινός, ἔρρινον δακτυλίδιον, Σέξτ. Ἐμπειρ. Π. 3. 203· φυλακτήριον, Πλουτ. Δημοσθ. 30· κρίκος ἁλύσεως, ὁ αὐτ. 2. 304Β, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 67· ἐκ κρίκου λεπτοῦ πεποιημένα ὑφασμάτια, δηλ. ἁλυσιδωτὸς ὁπλισμός, Ἰουλιαν. 37D.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 anneau fixé à la partie saillante du joug;
2 anneau ou œillet d’une voile (par où passent les cordages servant à la manœuvrer);
3 bracelet.
Étymologie: DELG cf. κυρτός.
Syn. 3) ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.