κολυμβάω: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολυμβάω''': «βουτῶ», [[πίπτω]] εἴς τι [[μέρος]] [[κατακέφαλα]], Λατιν. urinari, εἰς τὸν Τάρταρον Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 21˙ εἰς τὰ φρέατα Πλάτ. Πρωτ. 350Α, πρβλ. Λάχ. 193C, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.˙ ― [[πίπτω]] εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κολυμβῶ, Ἀχιλλ. Τάτ. 27. 43 (διάφ. γρ. [[ἐκκολυμβάω]]).
|lstext='''κολυμβάω''': «βουτῶ», [[πίπτω]] εἴς τι [[μέρος]] [[κατακέφαλα]], Λατιν. urinari, εἰς τὸν Τάρταρον Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 21˙ εἰς τὰ φρέατα Πλάτ. Πρωτ. 350Α, πρβλ. Λάχ. 193C, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.˙ ― [[πίπτω]] εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κολυμβῶ, Ἀχιλλ. Τάτ. 27. 43 (διάφ. γρ. [[ἐκκολυμβάω]]).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />nager, plonger, s’enfoncer.<br />'''Étymologie:''' [[κόλυμβος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολυμβάω Medium diacritics: κολυμβάω Low diacritics: κολυμβάω Capitals: ΚΟΛΥΜΒΑΩ
Transliteration A: kolymbáō Transliteration B: kolymbaō Transliteration C: kolymvao Beta Code: kolumba/w

English (LSJ)

(Dor. -φάω acc. to EM526.2),

   A dive, plunge headlong, εἰς τὸν Τάρταρον Pherecr.108.21; εἰς τὰ φρέατα Pl.Prt.350a, cf. La.193c, Str.17.1.44, etc.; εἰς κολυμβήθραν μύρου Alex.300.    2 swim, τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν Act.Ap.27.43, cf. Hippiatr.26.

German (Pape)

[Seite 1476] schwimmen, nach Moeris hellenistisch für νήχομαι; untertauchen, εἰς τὰ φρέατα Plat. Prot. 350 a Lach. 193 c; Sp. – S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβάω: «βουτῶ», πίπτω εἴς τι μέρος κατακέφαλα, Λατιν. urinari, εἰς τὸν Τάρταρον Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 21˙ εἰς τὰ φρέατα Πλάτ. Πρωτ. 350Α, πρβλ. Λάχ. 193C, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.˙ ― πίπτω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κολυμβῶ, Ἀχιλλ. Τάτ. 27. 43 (διάφ. γρ. ἐκκολυμβάω).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
nager, plonger, s’enfoncer.
Étymologie: κόλυμβος.