κυνώπης: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠνώπης''': -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. [[ἀναιδής]], Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων [[αὐτόθι]] 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. [[εἵνεκα]] κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252. | |lstext='''κῠνώπης''': -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. [[ἀναιδής]], Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων [[αὐτόθι]] 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. [[εἵνεκα]] κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>voc.</i> κυνῶπα;<br /><i>adj. m.</i><br />aux regards de chien, <i>càd</i> impudent.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὤψ)
A dog-eyed, i.e. shameless one, Il.1.159:—fem. κῠν-ῶπις, ιδος, ἡ, ἐμεῖο κυνώπιδος εἵνεκ', says Helen, Od.4.145, cf. Il.3.180; κ. εἵνεκα κούρης, of Aphrodite, Od.8.319; of Hera, Il.18.396; of the Erinyes, E.Or.260, El.1252; παλλακὴ κ. Cratin.241.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνώπης: -ου, ὁ, (ὤψ) ὁ ἔχων ὀφθαλμοὺς κυνός, δηλ. ἀναιδής, Ἰλ. Α. 159· ὡς τὸ κυνὸς ὄμματ’ ἔχων αὐτόθι 225· ― οὕτω θηλ. κῠνῶπις, ιδος, ἡ, εἵνεκ’ ἐμεῖο κυνώπιδος, λέγει ἡ Ἑλένη περὶ ἑαυτῆς, Ἰλ. Γ. 180, Ὀδ. Δ. 145· κυν. εἵνεκα κούρης, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Θ. 319· ὡσαύτως ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 260, Ἠλ. 1252.
French (Bailly abrégé)
voc. κυνῶπα;
adj. m.
aux regards de chien, càd impudent.
Étymologie: κύων, ὤψ.