κυνάριον: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύων]], Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς [[τύπος]] ἧττον [[δόκιμος]] τοῦ [[κυνίδιον]], πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.
|lstext='''κῠνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[κύων]], Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς [[τύπος]] ἧττον [[δόκιμος]] τοῦ [[κυνίδιον]], πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petit chien, petite chienne.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάριον Medium diacritics: κυνάριον Low diacritics: κυνάριον Capitals: ΚΥΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kynárion Transliteration B: kynarion Transliteration C: kynarion Beta Code: kuna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κύων,

   A little dog, puppy, Pl.Euthd. 298d, X. Cyr.8.4.20, Theopomp.Com.90, Alc.Com.33, Ev.Matt.15.26; small waxen image of a dog used in magic, PMag.Par.1.2945: less correct than κυνίδιον acc. to Phryn.157; but κυνάριον καὶ κυνίδιον δόκιμα Id.PSp.84 B.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς τύπος ἧττον δόκιμος τοῦ κυνίδιον, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit chien, petite chienne.
Étymologie: κύων.