Λάμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(6_3)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Λάμᾰχος''': [ᾱ], -ον, [[πρόθυμος]] εἰς μάχην, γνωστὸς τις [[Ἀθηναῖος]] [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. [[κλαυσίμαχος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, [[μάχομαι]], Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἀξία]] προσοχῆς καὶ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λαός]], [[μάχη]], ὡς τὸ λᾱγέτης, = [[πρόμαχος]] τοῦ λαοῦ).
|lstext='''Λάμᾰχος''': [ᾱ], -ον, [[πρόθυμος]] εἰς μάχην, γνωστὸς τις [[Ἀθηναῖος]] [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. [[κλαυσίμαχος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, [[μάχομαι]], Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἀξία]] προσοχῆς καὶ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λαός]], [[μάχη]], ὡς τὸ λᾱγέτης, = [[πρόμαχος]] τοῦ λαοῦ).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />Lamachos « très-guerrier » :<br /><b>1</b> général athénien;<br /><b>2</b> autres.<br />'''Étymologie:''' λα-, [[μάχομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Λάμᾰχος: [ᾱ], -ον, πρόθυμος εἰς μάχην, γνωστὸς τις Ἀθηναῖος μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. κλαυσίμαχος. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, μάχομαι, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ὅμως ἀξία προσοχῆς καὶ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λαός, μάχη, ὡς τὸ λᾱγέτης, = πρόμαχος τοῦ λαοῦ).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
Lamachos « très-guerrier » :
1 général athénien;
2 autres.
Étymologie: λα-, μάχομαι.