μακραίων: Difference between revisions
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μακραίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, [[μακροχρόνιος]], [[πολυχρόνιος]], [[βίος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, [[ἔνθα]] (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[μακρόβιος]], Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι [[σφόδρα]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099. | |lstext='''μακραίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, [[μακροχρόνιος]], [[πολυχρόνιος]], [[βίος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, [[ἔνθα]] (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[μακρόβιος]], Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι [[σφόδρα]], ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui dure longtemps;<br /><b>2</b> qui vit longtemps, vieux ; immortel.<br />'''Étymologie:''' [[μακρός]], [[αἰών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ,
A lasting long, βίος A.Fr.350 (dub.), S.OT518; μακραίωνι . . σχολᾷ Id.Aj.193 (lyr.). 2 of persons, long-lived, aged, Id.OC152 (lyr.); Μοῖραι μ. Id.Ant.987 (lyr.); τίς τῶν μ.; who of the immortals? Id.OT1099 (lyr.); μ. λαός Tim.Pers.219; of the stars, Corn.ND17.
Greek (Liddell-Scott)
μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, μακροχρόνιος, πολυχρόνιος, βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, ἔνθα (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μακρόβιος, Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι σφόδρα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
1 qui dure longtemps;
2 qui vit longtemps, vieux ; immortel.
Étymologie: μακρός, αἰών.