λινεύς: Difference between revisions
From LSJ
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνεύς''': έως, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, [[εἶδος]] κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ. | |lstext='''λῐνεύς''': έως, ὁ, [[εἶδος]] θαλασσίου ἰχθύος, [[εἶδος]] κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A = κεστρεύς, Call.Com.3, Phot., Hsch.
German (Pape)
[Seite 49] ὁ, ein Meerfisch, mugil, Ath. VII, 286 b; B. A. 474 u. a. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνεύς: έως, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, εἶδος κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
mulet, poisson.
Étymologie: λίνον.