μελικηρίς: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελῐκηρίς''': -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι [[ἐξάνθημα]] τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μελικηρίς]]... [[πάθος]] ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος [[μετὰ]] μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. [[εἶδος]] ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.
|lstext='''μελῐκηρίς''': -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι [[ἐξάνθημα]] τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μελικηρίς]]... [[πάθος]] ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος [[μετὰ]] μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. [[εἶδος]] ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> mélicéris, <i>tumeur dont le pus ressemble à du miel</i>;<br /><b>2</b> gâteau de miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[κηρός]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελικηρίς Medium diacritics: μελικηρίς Low diacritics: μελικηρίς Capitals: ΜΕΛΙΚΗΡΙΣ
Transliteration A: melikērís Transliteration B: melikēris Transliteration C: melikiris Beta Code: melikhri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Medic., a kind of

   A cyst or wen, from its resembling a honeycomb, Hp. Prorrh.2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc.    II honey-cake, Philox.2.17 (as f.l.).    III honeycomb, POxy.936.10 (iii A.D.), Sch.Ar. Th.523.    IV kind of vine, Eust.1656.63.

German (Pape)

[Seite 123] ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Aehnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.

Greek (Liddell-Scott)

μελῐκηρίς: -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι ἐξάνθημα τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελικηρίς... πάθος ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. εἶδος ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 mélicéris, tumeur dont le pus ressemble à du miel;
2 gâteau de miel.
Étymologie: μέλι, κηρός.