μαστροπεία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστροπεία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D. | |lstext='''μαστροπεία''': ἡ, τὸ [[ἔργον]] τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />excitation à la débauche.<br />'''Étymologie:''' [[μαστροπεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.
Greek (Liddell-Scott)
μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.