μαζίνης: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαζίνης''': ὁ, [[εἶδος]] ὀνίσκου, ([[καλλαρίας]]), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· [[μαζεινὸς]] ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β.
|lstext='''μαζίνης''': ὁ, [[εἶδος]] ὀνίσκου, ([[καλλαρίας]]), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· [[μαζεινὸς]] ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cabillaud, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG -.
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζίνης Medium diacritics: μαζίνης Low diacritics: μαζίνης Capitals: ΜΑΖΙΝΗΣ
Transliteration A: mazínēs Transliteration B: mazinēs Transliteration C: mazinis Beta Code: mazi/nhs

English (LSJ)

ὁ,

   A f. l. for μάξεινος, Thphr.Fr.171.2.

Greek (Liddell-Scott)

μαζίνης: ὁ, εἶδος ὀνίσκου, (καλλαρίας), Θεοφρ. Ἀποσπ. 12. 2· καλούμενος μαζὸς παρ’ Ἐπιχ. 47 Ahr.· μαζέας ὑπὸ Ξενοκρ. ἐν τῷ «περὶ ἀπὸ τῶν Ἐνύδρ. τροφ.» 12, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (ἐν σελ. 86)· μαζεινὸς ὑπὸ τοῦ Δωρίωνος παρ’ Ἀθην. 315F, πρβλ. 332Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cabillaud, poisson.
Étymologie: DELG -.