μίλτειος: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίλτειος''': -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. [[στάγμα]], ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον [[σχοινίον]]) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.
|lstext='''μίλτειος''': -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. [[στάγμα]], ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον [[σχοινίον]]) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de minium, de vermillon ; rouge vermillon.<br />'''Étymologie:''' [[μίλτος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίλτειος Medium diacritics: μίλτειος Low diacritics: μίλτειος Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΣ
Transliteration A: mílteios Transliteration B: milteios Transliteration C: milteios Beta Code: mi/lteios

English (LSJ)

α, ον,

   A of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 186] aus, von Mennig oder Röthel, στάγμα, Philp. 15 (VI, 103).

Greek (Liddell-Scott)

μίλτειος: -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. στάγμα, ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de minium, de vermillon ; rouge vermillon.
Étymologie: μίλτος.