μετάμελος: Difference between revisions

From LSJ

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετάμελος''': ὁ, [[μεταμέλεια]], [[μετάνοια]], [[λύπη]] ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[μετάμελος]], ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.
|lstext='''μετάμελος''': ὁ, [[μεταμέλεια]], [[μετάνοια]], [[λύπη]] ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., [[μετάμελος]], ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάμελος Medium diacritics: μετάμελος Low diacritics: μετάμελος Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΟΣ
Transliteration A: metámelos Transliteration B: metamelos Transliteration C: metamelos Beta Code: meta/melos

English (LSJ)

ὁ,

   A repentance, regret, Th.7.55, Conon 23.3, Themist.Ep.4.1, J.AJ19.4.4, Chor.p.214 B.; ἀποθανὼν ὁ δίκαιος ἔλιπε μετάμελον LXX Pr.11.3.    II Adj. μετάμελος, ον, repenting, πόλις ταῖς διαδιδομέναις φήμαις μετάμελος οὖσα D.S.25.11.

German (Pape)

[Seite 150] ὁ, die Reue, Thuc. 7, 55 u. Sp., wie Con. 23. – Ein adj. μετάμελος, reuevoll, D. Sic. exc. Vat. lib. 25, 2; aber Plat. Phaed. 113 e ist μεταμέλον zu accentuiren, s. μεταμέλω.

Greek (Liddell-Scott)

μετάμελος: ὁ, μεταμέλεια, μετάνοια, λύπη ἐπί τινι, Θουκ. 7. 55. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετάμελος, ον, ὁ μετανοῶν, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 56.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.