μεταλήγω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταλήγω''': Ἐπικ. [[μεταλλήγω]], μέλλ. -ξω· ― ἀφίνω, [[λήγω]], παύομαι ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν. μεταλλήξαντι (Ἐπικ. τύπ.) χόλοιο, «παυσαμένῳ τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 157, 261, 299· Ἐπικ. παρατ. μεταλλήγεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 951.
|lstext='''μεταλήγω''': Ἐπικ. [[μεταλλήγω]], μέλλ. -ξω· ― ἀφίνω, [[λήγω]], παύομαι ἀπό τινος, [[μετὰ]] γεν. μεταλλήξαντι (Ἐπικ. τύπ.) χόλοιο, «παυσαμένῳ τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 157, 261, 299· Ἐπικ. παρατ. μεταλλήγεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 951.
}}
{{bailly
|btext=mettre fin à, cesser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[λήγω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλήγω Medium diacritics: μεταλήγω Low diacritics: μεταλήγω Capitals: ΜΕΤΑΛΗΓΩ
Transliteration A: metalḗgō Transliteration B: metalēgō Transliteration C: metaligo Beta Code: metalh/gw

English (LSJ)

Ep. μεταλλήγω,

   A leave off, cease from, c. gen., μεταλλήξαντι χόλοιο Il.9.157, cf. h.Cer.339: abs., in Ep. impf. μεταλλήγεσκεν, A.R.3.951.

German (Pape)

[Seite 148] nachher aufhören, ablassen, von Etwas, μεταλλήξαντι χόλοιο, Il. 9, 157. 261. 299, H. h. Cer. 340, überall in der epischen Form mit doppeltem λ., μεταλλήγεσκεν, Ap. Rh. 3, 951.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλήγω: Ἐπικ. μεταλλήγω, μέλλ. -ξω· ― ἀφίνω, λήγω, παύομαι ἀπό τινος, μετὰ γεν. μεταλλήξαντι (Ἐπικ. τύπ.) χόλοιο, «παυσαμένῳ τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 157, 261, 299· Ἐπικ. παρατ. μεταλλήγεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 951.

French (Bailly abrégé)

mettre fin à, cesser, gén..
Étymologie: μετά, λήγω.