μουσομήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουσομήτωρ''': -ορος, ἡ [[μήτηρ]] τῶν Μουσῶν καὶ πάσης τέχνης, ἐπίθετ. τῆς μνήμης, μνήμην θ’ ἁπάντων, μουσομήτορ’ ἐργάνην Αἰσχύλ. Πρ. 461.
|lstext='''μουσομήτωρ''': -ορος, ἡ [[μήτηρ]] τῶν Μουσῶν καὶ πάσης τέχνης, ἐπίθετ. τῆς μνήμης, μνήμην θ’ ἁπάντων, μουσομήτορ’ ἐργάνην Αἰσχύλ. Πρ. 461.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ἡ) :<br />mère des Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[μήτηρ]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσομήτωρ Medium diacritics: μουσομήτωρ Low diacritics: μουσομήτωρ Capitals: ΜΟΥΣΟΜΗΤΩΡ
Transliteration A: mousomḗtōr Transliteration B: mousomētōr Transliteration C: mousomitor Beta Code: mousomh/twr

English (LSJ)

ορος, ἡ,

   A the mother of Musesand all arts, epith. of Memory, Id.Pr.461.

German (Pape)

[Seite 211] ορος, Museumurter, d. i. Musenkünste hervorbringend, μνήμην θ' ἁπάντων μουσομήτορ' ἐργάτιν, Aesch. Prom. 459.

Greek (Liddell-Scott)

μουσομήτωρ: -ορος, ἡ μήτηρ τῶν Μουσῶν καὶ πάσης τέχνης, ἐπίθετ. τῆς μνήμης, μνήμην θ’ ἁπάντων, μουσομήτορ’ ἐργάνην Αἰσχύλ. Πρ. 461.

French (Bailly abrégé)

ορος (ἡ) :
mère des Muses.
Étymologie: μοῦσα, μήτηρ.