νομοθετικός: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νομοθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· ἡ νομοθετικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.
|lstext='''νομοθετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· ἡ νομοθετικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[ἁρμόδιος]] εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />habile à faire des lois.<br />'''Étymologie:''' [[νομοθέτης]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοθετικός Medium diacritics: νομοθετικός Low diacritics: νομοθετικός Capitals: ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: nomothetikós Transliteration B: nomothetikos Transliteration C: nomothetikos Beta Code: nomoqetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A relating to legislation, legislative, Pl.Lg.657a: ἡ -κή (sc. τέχνη) legislation, Pl.Grg.464c, 520b, al. Adv. -κῶς Cod.Just.1.4.34.14, Just.Nov.4.3 Intr., Poll.4.26.    II of persons, fitted for or skilled in legislation, Arist.EN1180b24; ἄνδρες Jul.Caes.320b.

Greek (Liddell-Scott)

νομοθετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς νομοθέτην ἢ εἰς νομοθεσίαν Πλάτ. Νόμ. 657Α· ἡ νομοθετικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 464C, 520B, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἁρμόδιος εἰς τὸ νομοθετεῖν, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 17.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
habile à faire des lois.
Étymologie: νομοθέτης.