χασκάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χασκάζω''': μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ [[χάσκω]]. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς [[πότε]] νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ [[ταμίας]] τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.
|lstext='''χασκάζω''': μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ [[χάσκω]]. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς [[πότε]] νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ [[ταμίας]] τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />regarder bouche béante, <i>càd</i> avec admiration <i>ou</i> envie, acc..<br />'''Étymologie:''' fréq. de [[χάσκω]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χασκάζω Medium diacritics: χασκάζω Low diacritics: χασκάζω Capitals: ΧΑΣΚΑΖΩ
Transliteration A: chaskázō Transliteration B: chaskazō Transliteration C: chaskazo Beta Code: xaska/zw

English (LSJ)

Frequentat. of χάσκω, χ. τὸν κωλακρέτην

   A keep gaping at or after him, Ar.V.695 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1340] frequentativum von χάσκω, χαίνω, mit offenem Maule wonach gaffen, angaffen, τί, Ar. Vesp. 695, σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, Schol. erkl. ἐπιτηρεῖς.

Greek (Liddell-Scott)

χασκάζω: μέλλ. άσω, θαμιστικὸν τοῦ χάσκω. σὺ δὲ χασκάζεις τὸν κωλακρέτην, ἐπιτηρεῖς πότε νὰ ἔλθῃ ὁ κωλακρέτης (ὁ ταμίας τοῦ δικαστικοῦ μισθοῦ) καὶ ἐνέγκῃ σοι τὸ τριώβολον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 695.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
regarder bouche béante, càd avec admiration ou envie, acc..
Étymologie: fréq. de χάσκω.