ξερός: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξερός''': -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[ξηρός]], Ὅμ., μόνον [[ἅπαξ]], [[ποτὶ]] ξερὸν ἠπείροιο, [[ἀντί]], πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, [[ἀντί]], ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, [[ποτὶ]] ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ [[σχερός]], [[χέρσος]], Spitzn. Vers. Her. σ. 47).
|lstext='''ξερός''': -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[ξηρός]], Ὅμ., μόνον [[ἅπαξ]], [[ποτὶ]] ξερὸν ἠπείροιο, [[ἀντί]], πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, [[ἀντί]], ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, [[ποτὶ]] ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ [[σχερός]], [[χέρσος]], Spitzn. Vers. Her. σ. 47).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />sec : ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο OD vers la terre ferme.<br />'''Étymologie:''' ion. et épq., c. [[ξηρός]].
}}
}}

Revision as of 20:03, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 278] ion. u. ep. = ξηρός, trocken; ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, Od. 5, 402, d. i. gegen das trockene Festland; einzeln bei sp. D., wie Phani. 7 (VI, 304), ποτὶ ξερὸν ἐλθέ.

Greek (Liddell-Scott)

ξερός: -ά, -όν, Ἰων. ἀντὶ ξηρός, Ὅμ., μόνον ἅπαξ, ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο, ἀντί, πρὸς ξερὰν ἤπειρον (ὡς, ἐπὶ δεξιὰ χειρός, ἀντί, ἐπὶ δεξιὰν χεῖρα), Ὀδ. Ε. 402· οὕτω, ποτὶ ξερὸν ἐλθὲ Ἀνθ. Π. 6. 304, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ΄, 322· ἐπὶ ξερὸν Νικ. Θηρ. 704. (Συγγενὲς τῷ σχερός, χέρσος, Spitzn. Vers. Her. σ. 47).

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sec : ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο OD vers la terre ferme.
Étymologie: ion. et épq., c. ξηρός.