οἷο: Difference between revisions
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἷο''': Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ [[εἶναι]] ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ [[οὗπερ]]. | |lstext='''οἷο''': Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ [[εἶναι]] ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ [[οὗπερ]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq. c.</i> [[οὗ]], <i>gén. du pron. poss.</i> [[ὅς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
Ep. for οὗ, gen. of Possess. Pron. ὅς, ἥ, ὅν
A his, her (q. v.) : οἷόπερ, Ep. for οὗπερ, A.R.1.1325.
Greek (Liddell-Scott)
οἷο: Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ εἶναι ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ οὗπερ.