οἴημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἴημα''': τό, γνώμη˙ ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ [[ἑαυτοῦ]], [[οἴησις]], [[ἔπαρσις]], [[οἴημα]] καὶ [[τῦφος]] Πλούτ. 2. 39D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.˙ [[οἴημα]] καὶ [[ἀλαζονεία]] [[αὐτόθι]] 43Β. | |lstext='''οἴημα''': τό, γνώμη˙ ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ [[ἑαυτοῦ]], [[οἴησις]], [[ἔπαρσις]], [[οἴημα]] καὶ [[τῦφος]] Πλούτ. 2. 39D, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.˙ [[οἴημα]] καὶ [[ἀλαζονεία]] [[αὐτόθι]] 43Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.<br />'''Étymologie:''' [[οἴομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (οἴομαι)
A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.). II selfconceit, οἴ. καὶ τῦφος Plu.2.39d ; οἴ. καὶ ἀλαζονεία ib.43b.
Greek (Liddell-Scott)
οἴημα: τό, γνώμη˙ ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ ἑαυτοῦ, οἴησις, ἔπαρσις, οἴημα καὶ τῦφος Πλούτ. 2. 39D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.˙ οἴημα καὶ ἀλαζονεία αὐτόθι 43Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.
Étymologie: οἴομαι.