παχυσκελής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰχυσκελής''': -ές, ὁ ἔχων παχέα τὰ σκέλη, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1101F, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχνοσκελής]], Γαλην. τ. 6. 322, 11. | |lstext='''πᾰχυσκελής''': -ές, ὁ ἔχων παχέα τὰ σκέλη, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1101F, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχνοσκελής]], Γαλην. τ. 6. 322, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />aux grosses jambes.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[σκέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A thick-legged, Lyr.Adesp.21, Gal.6.322, Adam.2.31.
German (Pape)
[Seite 540] ές, dickschenkelig, dickbeinig, poet. bei Plut. non posse 21 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰχυσκελής: -ές, ὁ ἔχων παχέα τὰ σκέλη, Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 1101F, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχνοσκελής, Γαλην. τ. 6. 322, 11.