ὁδωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁδωτός''': -ή, -όν, ([[ὁδόω]]) [[διαβατός]], γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. [[θάλασσα]] Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.
|lstext='''ὁδωτός''': -ή, -όν, ([[ὁδόω]]) [[διαβατός]], γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. [[θάλασσα]] Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />praticable, faisable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδόω]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδωτός Medium diacritics: ὁδωτός Low diacritics: οδωτός Capitals: ΟΔΩΤΟΣ
Transliteration A: hodōtós Transliteration B: hodōtos Transliteration C: odotos Beta Code: o(dwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127 ; ὁ. θάλασσα Suid.    II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.

German (Pape)

[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.