ὀνειροπολικός: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀνειροπολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.
|lstext='''ὀνειροπολικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l’art d’interpréter les songes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνειροπόλος]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπολικός Medium diacritics: ὀνειροπολικός Low diacritics: ονειροπολικός Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: oneiropolikós Transliteration B: oneiropolikos Transliteration C: oneiropolikos Beta Code: o)neiropoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for dreaming : τὸ ὀ. the art of interpreting dreams, Placit.5.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπολικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὀνειροπόλησιν τὸ ὀνειροπολικόν, ἡ τέχνη τοῦ ἑρμηνεύειν ὀνείρους, Πλουτ. 2. 904D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’interprétation des songes ; τὸ ὀνειροπολικόν l’art d’interpréter les songes.
Étymologie: ὀνειροπόλος.