παλιντοκία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιντοκία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν [[ὀπίσω]] τοὺς τόκους οὓς [[ἄλλοτε]] ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «[[τέλος]] δὲ [[δόγμα]] θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. [[παλιντοκία]], = [[παλιγγενεσία]], ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
|lstext='''πᾰλιντοκία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν [[ὀπίσω]] τοὺς τόκους οὓς [[ἄλλοτε]] ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «[[τέλος]] δὲ [[δόγμα]] θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. [[παλιντοκία]], = [[παλιγγενεσία]], ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />réclamation d’intérêts déjà payés.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τόκος]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντοκία Medium diacritics: παλιντοκία Low diacritics: παλιντοκία Capitals: ΠΑΛΙΝΤΟΚΙΑ
Transliteration A: palintokía Transliteration B: palintokia Transliteration C: palintokia Beta Code: palintoki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A demand for repayment of interest, Plu.2.295d.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντοκία: ἡ, τὸ λαμβάνειν ὀπίσω τοὺς τόκους οὓς ἄλλοτε ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «τέλος δὲ δόγμα θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. παλιντοκία, = παλιγγενεσία, ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réclamation d’intérêts déjà payés.
Étymologie: πάλιν, τόκος.