παρασημαίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασημαίνομαι''': μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, [[ἐπισφραγίζω]], τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, [[σφραγίζω]], τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, [[ἐπισφραγίζω]] τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. [[παράσημον]] 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - [[καθόλου]], σημειοῦμαι, [[κάμνω]] παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ [[συμπεραίνω]], τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, [[ἀργύριον]] παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, [[Πολυδ]]. Γ΄, 86· [[ὄνομα]] παρασεσημασμένον, [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = [[σημαίνω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ».
|lstext='''παρασημαίνομαι''': μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, [[ἐπισφραγίζω]], τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, [[σφραγίζω]], τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, [[ἐπισφραγίζω]] τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. [[παράσημον]] 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - [[καθόλου]], σημειοῦμαι, [[κάμνω]] παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ [[συμπεραίνω]], τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, [[ἀργύριον]] παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, [[Πολυδ]]. Γ΄, 86· [[ὄνομα]] παρασεσημασμένον, [[λέξις]] [[ἀδόκιμος]], Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = [[σημαίνω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ».
}}
{{bailly
|btext=<i>part. pf. Pass.</i> παρασεσημασμένος;<br />marquer d’un signe à côté, annoter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σημαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασημαίνομαι Medium diacritics: παρασημαίνομαι Low diacritics: παρασημαίνομαι Capitals: ΠΑΡΑΣΗΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: parasēmaínomai Transliteration B: parasēmainomai Transliteration C: parasimainomai Beta Code: parashmai/nomai

English (LSJ)

Med.,

   A set one's seal beside another's, counterseal, τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Pl.Lg.954b.    2 put one's seal on, seal up, τὰ οἰκήματα D.42.2 (Pass., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ib. 26) ; παρασημήνασθαι . . τὰς διαθήκας, of the witnesses, put their seals on the will of the deceased, Id.28.5.    b stamp on, in Pass., θυμιατήριον ἵνα τὸ ἄλφα -σεσήμανται IG22.1425.95 (iv B. C.).    3 note or mark in passing (cf. παράσημον 1), δόξας Arist. Top.105b16 : generally, take note of, Id.Rh.1397a2, Plb.16.22.1.    4 note or conclude from a thing, τι ἔκ τινος Id.3.90.14.    5 mark with musical notation, μέλη, τὰ μεγέθη τῶν διαστημάτων, Aristox.Harm.p.39 M.: abs., ib. p.40 M.    II mark falsely, ἀργύριον παρασεσημασμένον Poll.3.86 ; [ὄνομα] π., of an incorrect word, Thom. Mag.p.204 R.; v. παραποιέω 1.1.    III later in Act., betray by one's expression, of animals, Phld. D.1.11.

Greek (Liddell-Scott)

παρασημαίνομαι: μέσ., θέτω τὴν σφραγῖδά μου παρὰ τὴν σφραγῖδα ἑτέρου, ἐπισφραγίζω, τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω Πλάτ. Νόμ. 954Β, πρβλ. Piers εἰς Μοῖριν σ. 313· ἐπιθέτω τὴν σφραγῖδά μου, σφραγίζω, τὰ οἰκήματα Δημ. 1039. 11· (καὶ ἐν τῷ παθ., τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων ὁ αὐτ. 1046 ἐν τέλ.)· παρασημήνασθαι ... τὰς διαθήκας, ἐπὶ τῶν ἐκτελεστῶν διαθήκης, ἐπισφραγίζω τὴν διαθήκην τοῦ ἀποθανόντος, ὁ αὐτ. 837. 13. 2) σημειοῦμαι ἐν παρόδῳ (πρβλ. παράσημον 1) δόξας Ἀριστ. Τοπ. 1. 14, 6, Πολύβ. 16. 22. 1· - καθόλου, σημειοῦμαι, κάμνω παρατήρησιν, σημειώνω εἰς τὸ περιθώριον, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 17. 3) παρατηρῶ ἢ συμπεραίνω, τὶ ἔκ τινος Πολύβ. 3. 90, 14. ΙΙ. παραχαράττω, ἀργύριον παρασεσημασμένον, κεκιβδηλευμένον, Πολυδ. Γ΄, 86· ὄνομα παρασεσημασμένον, λέξις ἀδόκιμος, Θωμ. Μάγιστρ. σελ. 541. ΙΙΙ. τὸ ἐνεργ. δὲν ἀπαντᾷ πρὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, = σημαίνω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρασημαίνει· παραχαράττει. παραδηλοῖ».

French (Bailly abrégé)

part. pf. Pass. παρασεσημασμένος;
marquer d’un signe à côté, annoter.
Étymologie: παρά, σημαίνω.