πάρεσις: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάρεσις''': ἡ, τὸ ἀφιέναι ἢ ἀπολύειν τινά, [[ἀπόλυσις]], τινος ἐκ τόπου Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρισις 2. ΙΙ. χαλάρωσις δυνάμεως, [[παράλυσις]], Ἱππ. 1136G, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2, 12, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 652D. ΙΙΙ. [[ἄφεσις]] χρεῶν, Φάλαρ. 114· ἐπὶ ἁμαρτιῶν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 25. IV. [[ἀμέλεια]] [[καταφρόνησις]], Ἀππιαν. παρὰ Σουΐδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 509. | |lstext='''πάρεσις''': ἡ, τὸ ἀφιέναι ἢ ἀπολύειν τινά, [[ἀπόλυσις]], τινος ἐκ τόπου Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρισις 2. ΙΙ. χαλάρωσις δυνάμεως, [[παράλυσις]], Ἱππ. 1136G, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2, 12, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 652D. ΙΙΙ. [[ἄφεσις]] χρεῶν, Φάλαρ. 114· ἐπὶ ἁμαρτιῶν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 25. IV. [[ἀμέλεια]] [[καταφρόνησις]], Ἀππιαν. παρὰ Σουΐδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 509. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de laisser aller, de relâcher, relâchement, affaiblissement;<br /><b>2</b> action de congédier.<br />'''Étymologie:''' [[παρίημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A letting go, dismissal, τινὸς ἐκ Συρακουσῶν Plu. Comp. Dion. Brut.2 ; release, D.H.7.37. IIslackening of strength, paralysis, Hp.Epid.4.45 ; παραπληγίη π. ἁφῆς καὶ κινήσιος Aret.SD 1.7, cf. 2.5, Plu.2.652e. 2 metaph., ἡ ἀπὸ τῆς ὕλης π. Dam.Pr. 440. IIIremission of debts, χρημάτων π. Phalar.Ep.81.1 ; of sins, Ep.Rom.3.25. IV neglect, App.Reg. 13.
German (Pape)
[Seite 518] ἡ, das Vorbeilassen, Durchlassen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; auch das Entlassen, Dion et Brut. 2; Erschlaffung, Symp. 5, 5, 2; – τῶν άμαρτημάτων, Erlassen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
πάρεσις: ἡ, τὸ ἀφιέναι ἢ ἀπολύειν τινά, ἀπόλυσις, τινος ἐκ τόπου Πλουτ. Δίωνος καὶ Βρούτου Σύγκρισις 2. ΙΙ. χαλάρωσις δυνάμεως, παράλυσις, Ἱππ. 1136G, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Νούσ. 2, 12, π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11, πρβλ. Πλούτ. 2. 652D. ΙΙΙ. ἄφεσις χρεῶν, Φάλαρ. 114· ἐπὶ ἁμαρτιῶν, Ἐπιστ. π. Ρωμ. γ΄, 25. IV. ἀμέλεια καταφρόνησις, Ἀππιαν. παρὰ Σουΐδ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 509.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de laisser aller, de relâcher, relâchement, affaiblissement;
2 action de congédier.
Étymologie: παρίημι.