παροχή: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παροχή''': ἡ, ([[παρέχω]]) τὸ παρέχειν, χορηγεῖν, νεῶν παροχῇ, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ παράσχῃ τις πλοῖα, Θουκ. 6. 85· αἱ τῶν ξενίων π., ἐπὶ πρεσβευτῶν, Πολύβ. 22. 1, 3· - ἀπολ., [[ἐπίδομα]], [[δώρημα]], [[φιλοδώρημα]], ὁ αὐτ. 32. 19, 2, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249. 44. Πρβλ. παροκωχή.
|lstext='''παροχή''': ἡ, ([[παρέχω]]) τὸ παρέχειν, χορηγεῖν, νεῶν παροχῇ, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ παράσχῃ τις πλοῖα, Θουκ. 6. 85· αἱ τῶν ξενίων π., ἐπὶ πρεσβευτῶν, Πολύβ. 22. 1, 3· - ἀπολ., [[ἐπίδομα]], [[δώρημα]], [[φιλοδώρημα]], ὁ αὐτ. 32. 19, 2, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249. 44. Πρβλ. παροκωχή.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de fournir, fourniture.<br />'''Étymologie:''' [[παρέχω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροχή Medium diacritics: παροχή Low diacritics: παροχή Capitals: ΠΑΡΟΧΗ
Transliteration A: parochḗ Transliteration B: parochē Transliteration C: parochi Beta Code: paroxh/

English (LSJ)

ἡ, (παρέχω)

   A supply, furnishing, νεῶν παροχῇ with liability to furnish ships, Th.6.85 (nisi leg. παροκωχῇ(q. v.)); βολίμου, ἐλάτας, etc., IG42 (1).103.109, 102.25, al. (Epid.); αἱ τῶν ξενίων π., in the case of ambassadors, Plb.21.18.3 ; θυμάτων π. IG5(1).1390.64 (Andania, i B. C.), cf. OGI764.44 (Pergam., ii B. C.) ; χρημάτων παροχαί D.H.6.96 : abs., Plb.32.13.2, Hippod. ap. Stob.4.1.94, Wilcken Chr.412.2 (ii A.D.).    2 payment, furnishing, PLond.3.1159.2 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 528] ἡ, Darreichung, νεῶν, Thuc. 6, 85; öffentliche Spendung, Pol. 22, 1, 3 u. öfter; vgl. D. Hal. 6, 96.

Greek (Liddell-Scott)

παροχή: ἡ, (παρέχω) τὸ παρέχειν, χορηγεῖν, νεῶν παροχῇ, μὲ τὴν ὑποχρέωσιν νὰ παράσχῃ τις πλοῖα, Θουκ. 6. 85· αἱ τῶν ξενίων π., ἐπὶ πρεσβευτῶν, Πολύβ. 22. 1, 3· - ἀπολ., ἐπίδομα, δώρημα, φιλοδώρημα, ὁ αὐτ. 32. 19, 2, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249. 44. Πρβλ. παροκωχή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de fournir, fourniture.
Étymologie: παρέχω.