πεντάγωνος: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεντάγωνος''': -ον, ὁ ἐκ [[πέντε]] γωνιῶν συγκείμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293· πεντάγωνον, τό, [[σχῆμα]] ἔχον [[πέντε]] γωνίας, Πλούτ. 2. 1003D· ― πεντᾰγωνικός, ή, όν, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 120. | |lstext='''πεντάγωνος''': -ον, ὁ ἐκ [[πέντε]] γωνιῶν συγκείμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293· πεντάγωνον, τό, [[σχῆμα]] ἔχον [[πέντε]] γωνίας, Πλούτ. 2. 1003D· ― πεντᾰγωνικός, ή, όν, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a cinq angles ; τὸ πεντάγωνον PLUT le pentagone, <i>figure de géométrie</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέντε]], [[γωνία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A pentagonal, Arist.Fr.310 ; ἀριθμός, βάσις, Nicom. Ar.2.10,13 : πεντάγωνον, τό, pentagon, Plu.2.1003d, Gal.5.67.
German (Pape)
[Seite 555] fünfeckig; Ath. VII, 294 d; Plut. u. Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάγωνος: -ον, ὁ ἐκ πέντε γωνιῶν συγκείμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293· πεντάγωνον, τό, σχῆμα ἔχον πέντε γωνίας, Πλούτ. 2. 1003D· ― πεντᾰγωνικός, ή, όν, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a cinq angles ; τὸ πεντάγωνον PLUT le pentagone, figure de géométrie.
Étymologie: πέντε, γωνία.