περίπλεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίπλεκτος''': -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. [[περιπλίσσομαι]]). | |lstext='''περίπλεκτος''': -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. [[περιπλίσσομαι]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />entrelacé, enlacé.<br />'''Étymologie:''' [[περιπλέκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A intertwining, crossing, of the feet of dancers, Theoc.18.8 (nisi leg. περίπλικτος).
German (Pape)
[Seite 587] umflochten, verschlungen, von den Füßen der Tanzenden, Theocr. 18, 8, v. l. περίπλικτος.
Greek (Liddell-Scott)
περίπλεκτος: -ον, ὁ περιπλεκόμενος, ἐπὶ τῶν ποδῶν τῶν ὀρχουμένων, Θεόκρ. 18. 8 (διάφ. γραφ. περίπλικτος, ἴδε ἐν λέξ. περιπλίσσομαι).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entrelacé, enlacé.
Étymologie: περιπλέκω.