παράφρων: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, [[ἄφρων]], [[μωρός]], [[μάντις]] Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], [[μωρός]], Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. [[ἔπος]] Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34. | |lstext='''παράφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, [[ἄφρων]], [[μωρός]], [[μάντις]] Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, [[παράφρων]], [[μωρός]], Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. [[ἔπος]] Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />qui est hors de son bon sens, fou, insensé.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. πάρφρων, ον, gen. ονος, (φρήν)
A wandering from reason, senseless, μάντις S.El.473 (lyr.) ; out of one's wits, deranged, Pl. Lg.649d ; λύσσας πάρφρονος B.10.103 ; τί τόδ' αὖ παράφρων ἔρριψας ἔπος; E.Hipp.232 (anap.) ; π.καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Plu.Pomp.72. Adv. -νως, γελᾶν Zen.1.43.
German (Pape)
[Seite 507] ον, vom rechten Verstande od. von der Wahrheit abirrend, verrückt, wahnsinnig, εἰ μὴ 'γὼ παράφρων μάντις ἔφυν καὶ γνώμας λειπομένα σοφᾶς, Soph. El. 464, Schol. ἀνόητος; Eur. Hipp. 232; ὅσα δι' ἡδονῆς αὖ μεθύσκοντα παράφρονας ποιεῖ, Plat. Legg. I, 649 d; Sp.; Plut. verbindet παράφρονι καὶ παραπλῆγι τὴν διάνοιαν, Pomp. 72.
Greek (Liddell-Scott)
παράφρων: -ον, (φρὴν) ὁ ἐκτρεπόμενος ἢ πλανώμενος τὰς φρένας, ἄφρων, μωρός, μάντις Σοφ. Ἠλ. 473· ὁ ἔξω φρενῶν, παράφρων, μωρός, Λατ. demens, Πλάτ. Νόμ. 649D· π. ἔπος Εὐρ. Ἱππ. 232· π. καὶ παραπλὴξ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Πομπ. 72. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 34.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui est hors de son bon sens, fou, insensé.
Étymologie: παρά, φρήν.