περίκηλος: Difference between revisions
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίκηλος''': -ον, ([[κῆλον]]) καθ’ ὑπερβολὴν [[ξηρός]], [[καλῶς]] ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα [[πάλαι]], περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα». | |lstext='''περίκηλος''': -ον, ([[κῆλον]]) καθ’ ὑπερβολὴν [[ξηρός]], [[καλῶς]] ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα [[πάλαι]], περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />sec <i>ou</i> desséché tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, κηλόν)
A very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.
German (Pape)
[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.
Greek (Liddell-Scott)
περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.