φρυκτωρός: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρυκτωρός''': ὁ, (φρυκτὸς ΙΙ, [[οὖρος]] (Β)) [[φύλαξ]] φυλάττων εἰς ὕψωμά τι καὶ διαβιβάζων [[ἐκεῖθεν]] σημεῖα διὰ πυρσῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 590, Θουκ. 8. 102· ἴδε τὴν πρώτην σκηνὴν καὶ περιγραφὴν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 281 κἑξ. ΙΙ. αὐτὸ τὸ διὰ πυρσῶν [[σημεῖον]], Λυκόφρ. 345.
|lstext='''φρυκτωρός''': ὁ, (φρυκτὸς ΙΙ, [[οὖρος]] (Β)) [[φύλαξ]] φυλάττων εἰς ὕψωμά τι καὶ διαβιβάζων [[ἐκεῖθεν]] σημεῖα διὰ πυρσῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 590, Θουκ. 8. 102· ἴδε τὴν πρώτην σκηνὴν καὶ περιγραφὴν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 281 κἑξ. ΙΙ. αὐτὸ τὸ διὰ πυρσῶν [[σημεῖον]], Λυκόφρ. 345.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sentinelle chargée d’observer <i>ou</i> d’allumer les feux servant de signaux.<br />'''Étymologie:''' [[φρυκτός]], [[οὖρος]]².
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυκτωρός Medium diacritics: φρυκτωρός Low diacritics: φρυκτωρός Capitals: ΦΡΥΚΤΩΡΟΣ
Transliteration A: phryktōrós Transliteration B: phryktōros Transliteration C: fryktoros Beta Code: fruktwro/s

English (LSJ)

ὁ, (φρυκτός 11, οὖρος (B)),

   A one who watches on a height to make fire-signals, A.Ag.590, Th.8.102.    II fire-signal, beacon, Lyc.345 (proparox., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, Feuerwache, Wächter, der des Nachts auf einem erhöhten Orte wacht und durch verabredete Feuerzeichen Signale giebt, anrückende Feinde anmeldet u. vgl., Aesch. Ag. 576, vgl. die Schilderung der Kette von Signalfeuern ibid. 291 ff. – Auch das Feuerzeichen selbst, λάμψει καλὸν φρυκτωρόν Lycophr. 345.

Greek (Liddell-Scott)

φρυκτωρός: ὁ, (φρυκτὸς ΙΙ, οὖρος (Β)) φύλαξ φυλάττων εἰς ὕψωμά τι καὶ διαβιβάζων ἐκεῖθεν σημεῖα διὰ πυρσῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 590, Θουκ. 8. 102· ἴδε τὴν πρώτην σκηνὴν καὶ περιγραφὴν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 281 κἑξ. ΙΙ. αὐτὸ τὸ διὰ πυρσῶν σημεῖον, Λυκόφρ. 345.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sentinelle chargée d’observer ou d’allumer les feux servant de signaux.
Étymologie: φρυκτός, οὖρος².