ὑπόστρωμα: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόστρωμα''': τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται [[ὑποκάτω]], [[στρῶμα]], στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ [[σάγμα]] [[στρῶμα]], Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4. | |lstext='''ὑπόστρωμα''': τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται [[ὑποκάτω]], [[στρῶμα]], στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ [[σάγμα]] [[στρῶμα]], Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποστρώννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is spread under, bedding, litter, ἵππου X.Eq.5.2, cf. Dsc.1.103, Peripl.M.Rubr.65.
German (Pape)
[Seite 1234] τό, das Untergebreitete, Lager, Polster, Streu, Xen. Hipp. 5, 2; – Verdeck des Schiffes, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόστρωμα: τό, πᾶν ὅ,τι στρώνεται ὑποκάτω, στρῶμα, στρωσίδιον, ἵππου Ξεν. Ἱππ. 5, 2, πρβλ. Διοσκ. 1. 35. 2) τὸ ὑπὸ τὸ σάγμα στρῶμα, Ἄννα Κομν. Βιβλ. 4.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on étend dessous, matelas, tapis, litière.
Étymologie: ὑποστρώννυμι.