πρόσοιδα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσοιδα''': πρκμ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος (ἴδε *[[εἴδω]] Β), [[οἶδα]], γινώσκω [[προσέτι]], προσειδέναι [[χάριν]], εἰδέναι [[χάριν]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α. | |lstext='''πρόσοιδα''': πρκμ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος (ἴδε *[[εἴδω]] Β), [[οἶδα]], γινώσκω [[προσέτι]], προσειδέναι [[χάριν]], εἰδέναι [[χάριν]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἶδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop.
A know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.
French (Bailly abrégé)
v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.