πλήξιππος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλήξιππος''': Δωρ. [[πλάξ]]-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ [[ἱππόδαμος]], Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· [[ἱμάσθλη]] Νόνν. Δ. 20. 227.
|lstext='''πλήξιππος''': Δωρ. [[πλάξ]]-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ [[ἱππόδαμος]], Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· [[ἱμάσθλη]] Νόνν. Δ. 20. 227.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui dompte les chevaux, habile cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]], [[ἵππος]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλήξιππος Medium diacritics: πλήξιππος Low diacritics: πλήξιππος Capitals: ΠΛΗΞΙΠΠΟΣ
Transliteration A: plḗxippos Transliteration B: plēxippos Transliteration C: pliksippos Beta Code: plh/cippos

English (LSJ)

Dor. πλάξ-, ον,

   A striking or driving horses, epith. of heroes, Il.2.104, 4.327, 5.705, Call.Hec.1.4.7; Βοιωτοί Hes.Sc.24; Θήβα Pi.O.6.85; ἱμάσθλη Nonn.D.20.227.

German (Pape)

[Seite 634] Rosse stachelnd, spornend, tummelnd; Hom., Hes. u. sp. D., Beiwort ritterlicher Helden, wie ἱππόδαμος; Pind. πλάξιππος.

Greek (Liddell-Scott)

πλήξιππος: Δωρ. πλάξ-, ον, ὁ πλήττων ἢ ἐλαύνων ἵππους, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, ὡς τὸ ἱππόδαμος, Ἰλ. Β. 104, Δ. 327, Ε. 705· Βοιωτοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 24· Θήβα Πινδ. Ο. 6. 145· ἱμάσθλη Νόνν. Δ. 20. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dompte les chevaux, habile cavalier.
Étymologie: πλήσσω, ἵππος.