πεσσεύω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεσσεύω''': Ἀττ. πεττ-, [[παίζω]] τοὺς πεσσοὺς (ἴδε ἐν λέξ. [[πεσσός]]), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Ε, Πολ. 487Β, Ξεν Ἀπομν. 3. 9, 9, κτλ.· παροιμ., [[τύχη]] ἄνω καὶ [[κάτω]] τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει, παίζει μὲ τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων, Φίλων 2. 85.
|lstext='''πεσσεύω''': Ἀττ. πεττ-, [[παίζω]] τοὺς πεσσοὺς (ἴδε ἐν λέξ. [[πεσσός]]), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Ε, Πολ. 487Β, Ξεν Ἀπομν. 3. 9, 9, κτλ.· παροιμ., [[τύχη]] ἄνω καὶ [[κάτω]] τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει, παίζει μὲ τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων, Φίλων 2. 85.
}}
{{bailly
|btext=jouer au trictrac.<br />'''Étymologie:''' [[πεσσός]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεσσεύω Medium diacritics: πεσσεύω Low diacritics: πεσσεύω Capitals: ΠΕΣΣΕΥΩ
Transliteration A: pesseúō Transliteration B: pesseuō Transliteration C: pesseyo Beta Code: pesseu/w

English (LSJ)

Att. πεττ-,

   A play at draughts, Heraclit.52, Pl.Alc.1.110e, R.487b, X.Mem.3.9.9, etc.: prov., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει fortune gambles with human affairs, Ph.2.85.

German (Pape)

[Seite 603] att. -ττεύω, mit den Steinen, πεσσοῖς, im Brett spielen, indem man sie nach den Spielregeln setzt und zieht; Plat. Rep. VI, 487 b; Xen. Mem. 3, 9, 9; Pol. 40, 7, 2 u. Sp.; auch übertr., wie Philo, τύχης ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττευούσης.

Greek (Liddell-Scott)

πεσσεύω: Ἀττ. πεττ-, παίζω τοὺς πεσσοὺς (ἴδε ἐν λέξ. πεσσός), Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Ε, Πολ. 487Β, Ξεν Ἀπομν. 3. 9, 9, κτλ.· παροιμ., τύχη ἄνω καὶ κάτω τὰ ἀνθρώπεια πεττεύει, παίζει μὲ τὰ πράγματα τῶν ἀνθρώπων, Φίλων 2. 85.

French (Bailly abrégé)

jouer au trictrac.
Étymologie: πεσσός.