περιρροή: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιρροή''': ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν [[πέριξ]], ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] [[τύχη]]... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς [[ἕκαστος]] ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε. | |lstext='''περιρροή''': ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν [[πέριξ]], ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] [[τύχη]]... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς [[ἕκαστος]] ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />écoulement (d’un fleuve, <i>etc.</i>) vers un point déterminé.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ . . ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd.111e. II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.
Greek (Liddell-Scott)
περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
écoulement (d’un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.