Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ψῆττα: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστα πειρῶ καὶ λέγειν καὶ μανθάνειν → Bonis dicendis et discendis dato operam → Zu sagen Schönstes und zu lernen mühe dich

Menander, Monostichoi, 284
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῆττα''': ἡ, [[εἶδος]] ἰχθύος πλατέος, «[[γλῶσσα]]» ἢ [[ῥόμβος]], Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. [[χονδροφυής]], [[εἶδος]] αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 [[εἶναι]] -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ [[τύπος]] ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).
|lstext='''ψῆττα''': ἡ, [[εἶδος]] ἰχθύος πλατέος, «[[γλῶσσα]]» ἢ [[ῥόμβος]], Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. [[χονδροφυής]], [[εἶδος]] αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 [[εἶναι]] -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν [[ὄνομα]] ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ [[τύπος]] ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />plie <i>ou</i> barbue, <i>sorte de poisson plat</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ψήχω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆττα Medium diacritics: ψῆττα Low diacritics: ψήττα Capitals: ΨΗΤΤΑ
Transliteration A: psē̂tta Transliteration B: psētta Transliteration C: psitta Beta Code: yh=tta

English (LSJ)

ἡ, a kind of

   A flat-fish, prob. turbot, Rhombus maximus, Ar. Lys.115,131, Pl.Smp.191d, Antiph.132.7 (anap.), Ath.7.329e, Luc. Pisc.49, Alciphr.1.7; ψ. χονδροφυής perh. a skate, Matro Conv. 27.    II a nickname for a glutton, Pl.Com.106. (The form ψῆσσα Alex. Trall.1.15, al., Zonar.; ψησία (s. v. l.) Suid.)

German (Pape)

[Seite 1397] ἡ, att. = ψῆσσα, Ar. Lys. 115. 131.

Greek (Liddell-Scott)

ψῆττα: ἡ, εἶδος ἰχθύος πλατέος, «γλῶσσα» ἢ ῥόμβος, Λατ. rhombus, Ἀριστοφ. Λυσ. 115, 131, Πλάτ. Συμπ. 191D, πρβλ. Ἀθήν. 329F, κἑξ.· ψ. χονδροφυής, εἶδος αὐτῆς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 135Β. -Τὰ παρὰ Πτωχοπροδρόμῳ ψησία ἐν τῷ κατὰ Ἡγουμένων ποιήματι στ. 99 εἶναι -ψῆτται, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 48. ΙΙ. σκωπτικὸν ὄνομα ἠλιθίου ἀνθρώπου, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Περιαλγεῖ» 1. (Ὁ τύπος ψῆσσα μόνον παρὰ Ζωναρᾷ καὶ Σουΐδ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
plie ou barbue, sorte de poisson plat.
Étymologie: DELG ψήχω.