πρόκα: Difference between revisions
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
(6_23) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόκᾰ''': Ἰωνικ. ἐπίρρ. [[εὐθύς]], [[παραχρῆμα]], [[ἐξαίφνης]], [[πρόκα]] τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. [[πρόκα]] τε ἢ [[πρόκατε]] 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς προθ. πρό, [[αὐτίκα]], [[ἡνίκα]], καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51). | |lstext='''πρόκᾰ''': Ἰωνικ. ἐπίρρ. [[εὐθύς]], [[παραχρῆμα]], [[ἐξαίφνης]], [[πρόκα]] τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. [[πρόκα]] τε ἢ [[πρόκατε]] 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος [[τύπος]] τῆς προθ. πρό, [[αὐτίκα]], [[ἡνίκα]], καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ou</i> [[πρόκατε]];<br /><i>adv.</i><br />tout à coup, subitement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πρό]], -[[κα]] ; cf. <i>lat.</i> reci-procus. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. Adv.
A forthwith, straightway, Hp. ap. Gal.19.132, A.R. 1.688; in Hdt. πρόκα τε or πρόκατε, 1.111, 6.134, 8.65, 135; so also in Call. in PSI19.1092.52.
German (Pape)
[Seite 726] ion. adv., sofort, sogleich, plötzlich, Her. 1, 111. 6, 134. 8, 65. 135; Ap. Rh.; scheint unmittelbar von πρό abgeleitet, wie das niederdeutsche forts, Lob. Phryn. p. 51.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκᾰ: Ἰωνικ. ἐπίρρ. εὐθύς, παραχρῆμα, ἐξαίφνης, πρόκα τελλομένου ἔτεος στάχυν ἀμήσονται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 688· παρ’ Ἡροδ. πρόκα τε ἢ πρόκατε 1. 111., 6. 134., 8. 65. 135. (Πιθαν. ἐκτεταμένος τύπος τῆς προθ. πρό, αὐτίκα, ἡνίκα, καὶ ἰδὲ Λοβέκ. εἰς Φρύν. 51).
French (Bailly abrégé)
ou πρόκατε;
adv.
tout à coup, subitement.
Étymologie: DELG πρό, -κα ; cf. lat. reci-procus.