προεντυγχάνω: Difference between revisions
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεντυγχάνω''': [[ἐντυγχάνω]], συνομιλῶ μετά τινος πρότερον, Πλουτ. Νικ. 10, κτλ.· ― ὄψιν ἔσχεν οὐ μετρίως συνδημαγωγοῦσαν καὶ προετυγχάνουσαν [[αὐτοῦ]] τῆς φωνῆς, ὄψιν προσώπου... ὁμιλοῦσαν πρὸ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 2. | |lstext='''προεντυγχάνω''': [[ἐντυγχάνω]], συνομιλῶ μετά τινος πρότερον, Πλουτ. Νικ. 10, κτλ.· ― ὄψιν ἔσχεν οὐ μετρίως συνδημαγωγοῦσαν καὶ προετυγχάνουσαν [[αὐτοῦ]] τῆς φωνῆς, ὄψιν προσώπου... ὁμιλοῦσαν πρὸ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προεντεύξομαι, <i>ao.2</i> προενέτυχον, <i>etc.</i><br />rencontrer auparavant, se mettre auparavant en relation avec, τινι ; [[ὄψις]] προεντυγχάνει τῆς φωνῆς PLUT la vue devance la parole, <i>càd</i> commencer l’entretien du regard avant d’avoir parlé.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐντυγχάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
A encounter, meet first, Ph.1.363, al., J.BJ5.6.5, al.; τῇ ἄγρᾳ Ael.NA4.13; come in contact with first, τοῖς πράγμασι Plu.2.1122b: pf. part. -εντετυχηκώς previously acquainted with, Gal.17(1).501. II intercede with first, Ph.1.547; have audience of first, πρέσβεις π. τῇ βουλῇ Plu.Nic.10; ὄψις π. αὐτοῦ τῆς φωνῆς an appearance which spoke for him before he opened his mouth, Id.Pomp.2.
German (Pape)
[Seite 720] (s. τυγχάνω), vorher antreffen, darauf stoßen, Sp., wie Synes.; vorher seine Aufwartung machen, Plut. qu. Rom. 43.
Greek (Liddell-Scott)
προεντυγχάνω: ἐντυγχάνω, συνομιλῶ μετά τινος πρότερον, Πλουτ. Νικ. 10, κτλ.· ― ὄψιν ἔσχεν οὐ μετρίως συνδημαγωγοῦσαν καὶ προετυγχάνουσαν αὐτοῦ τῆς φωνῆς, ὄψιν προσώπου... ὁμιλοῦσαν πρὸ τῆς φωνῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 2.
French (Bailly abrégé)
f. προεντεύξομαι, ao.2 προενέτυχον, etc.
rencontrer auparavant, se mettre auparavant en relation avec, τινι ; ὄψις προεντυγχάνει τῆς φωνῆς PLUT la vue devance la parole, càd commencer l’entretien du regard avant d’avoir parlé.
Étymologie: πρό, ἐντυγχάνω.