προσδιαφθείρω: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]], Ἰσοκρ. 390Β.
|lstext='''προσδιαφθείρω''': [[διαφθείρω]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]], Ἰσοκρ. 390Β.
}}
{{bailly
|btext=perdre <i>ou</i> faire périr en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[διαφθείρω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιαφθείρω Medium diacritics: προσδιαφθείρω Low diacritics: προσδιαφθείρω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: prosdiaphtheírō Transliteration B: prosdiaphtheirō Transliteration C: prosdiaftheiro Beta Code: prosdiafqei/rw

English (LSJ)

   A destroy besides, τινα S.Ph.76, cf. Plu.Cam.22, Lib.Ep.26.1:—Pass., perish besides, Isoc.19.29.    II corrupt, spoil besides, τοὺς λοιποὺς ταπιδοφάντας PCair Zen. 484.16 (iii B.C.); τὴν τροφήν Sor.1.53; τὸ χρηστὸν αἷμα Gal. ap. Orib.51.36.2; τὸ ὑπάρχον cause abortion of the existing foetus as well, Hp.Vict.1.31.    III pervert besides, τινὰ ἐλπίσι Plu.Cic.17, cf. Luc.30:—Pass., J.BJ4.3.2.

German (Pape)

[Seite 756] noch dazu vernichten, verderben; Soph. ὄλωλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών, Phil. 76; Plut. Camill. 22; pass., Isocr. 19, 29; D. Cass. 61, 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαφθείρω: διαφθείρω, καταστρέφω προσέτι, τινὰ Σοφ. Φιλ. 76· στρατιώτας Πλούτ. Λούκουλλ. 30, κτλ. ― Παθ., καταστρέφομαι προσέτι, Ἰσοκρ. 390Β.

French (Bailly abrégé)

perdre ou faire périr en outre.
Étymologie: πρός, διαφθείρω.