προσαμφιέννυμι: Difference between revisions
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσαμφιέννῡμι''': μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, [[ἀμφιέννυμι]] ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω». | |lstext='''προσαμφιέννῡμι''': μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, [[ἀμφιέννυμι]] ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire revêtir, τινά [[τι]] qch à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀμφιέννυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. fut. -αμφιῶ,
A put on over, τινά τι Ar.Eq.891.
German (Pape)
[Seite 748] (s. ἕννυμι), noch dazu od. darüber anziehen, τινά τι, Ar. Equ. 888.
Greek (Liddell-Scott)
προσαμφιέννῡμι: μέλλ. Ἀττικ. -αμφιῶ, ἀμφιέννυμι ἐπὶ πλέον, τινά τι Ἀριστοφ. Ἱππ. 891. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσαμφιῶ, πρὸς οἷς ἔχει ἐνδύσω».
French (Bailly abrégé)
faire revêtir, τινά τι qch à qqn.
Étymologie: πρός, ἀμφιέννυμι.