ῥακόω: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥᾰκόω''': ([[ῥάκος]]) [[σχίζω]] εἰς ῥάκη· Παθητ., Πλούτ. 2. 642Ε. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, ῥακοῖ τὰ σώματα καὶ προγηράσκειν ἀναγκάζει Κλήμ. Ἀλ. Παιδαγ. 3. 9, 46: ― Παθ., ἐρρακωμένα πρόσωπα, ἐρρυτιδωμένα πρόσωπα, Διοσκ. 5. 102. 2) ἐν τῷ παθ., διασκορπίζομαι [[πανταχοῦ]], ῥακοῦσθαι ἐν τῷ σώματι Ἱππ. 507. 51. | |lstext='''ῥᾰκόω''': ([[ῥάκος]]) [[σχίζω]] εἰς ῥάκη· Παθητ., Πλούτ. 2. 642Ε. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, ῥακοῖ τὰ σώματα καὶ προγηράσκειν ἀναγκάζει Κλήμ. Ἀλ. Παιδαγ. 3. 9, 46: ― Παθ., ἐρρακωμένα πρόσωπα, ἐρρυτιδωμένα πρόσωπα, Διοσκ. 5. 102. 2) ἐν τῷ παθ., διασκορπίζομαι [[πανταχοῦ]], ῥακοῦσθαι ἐν τῷ σώματι Ἱππ. 507. 51. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mettre en lambeaux.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
in Pass.,
A become ragged or wrinkled, of skins of dead animals, Plu.2.642e; ἐρρακωμένα πρόσωπα wrinkled faces, Dsc.5.87.12. 2 in Pass., to be dispersed all about, τὸ χολῶδες . . ῥακούμενον ἐν τῷ σώματι Hp.Morb.4.49.
German (Pape)
[Seite 833] zerreißen, zersetzen, lumpig, auch runzlig machen, Hippocr., Clem. Al. u. a. Sp.; pass. runzlig, lumpig werden, τὰ ὑπὸ θηρίων δηχθέντα τοῖς δέρμασι φλιδᾶν καὶ ῥακοῦσθαι, Plut. Symp. 2, 9 a. E.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰκόω: (ῥάκος) σχίζω εἰς ῥάκη· Παθητ., Πλούτ. 2. 642Ε. ΙΙ. μεταφορ., καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, ῥακοῖ τὰ σώματα καὶ προγηράσκειν ἀναγκάζει Κλήμ. Ἀλ. Παιδαγ. 3. 9, 46: ― Παθ., ἐρρακωμένα πρόσωπα, ἐρρυτιδωμένα πρόσωπα, Διοσκ. 5. 102. 2) ἐν τῷ παθ., διασκορπίζομαι πανταχοῦ, ῥακοῦσθαι ἐν τῷ σώματι Ἱππ. 507. 51.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
mettre en lambeaux.
Étymologie: ῥάκος.