χρεμετισμός: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6_15) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρεμετισμός''': ὁ, τὸ χρεμετίζειν, [[χρεμέτισμα]], «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, [[βροντή]], Θεοδ. Παλ. Διαθ. | |lstext='''χρεμετισμός''': ὁ, τὸ χρεμετίζειν, [[χρεμέτισμα]], «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - [[ἐντεῦθεν]], 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, [[βροντή]], Θεοδ. Παλ. Διαθ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />hennissement.<br />'''Étymologie:''' [[χρεμετίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Ar.Eq.553(lyr.), LXX Am.6.7: pl., D.H.Comp.16, Placit.4.19.1:— hence, 2 of any loud noise, thunder, Thd.Jb.39.19.
German (Pape)
[Seite 1370] ὁ, das Wiehern; Ar. Equ. 551; Plut. Sull. 27 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρεμετισμός: ὁ, τὸ χρεμετίζειν, χρεμέτισμα, «ἡ φωνὴ τῶν ἵππων» (Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 553, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 16· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 902Β· - ἐντεῦθεν, 2) ἐπὶ παντὸς ἰσχυροῦ κρότου, βροντή, Θεοδ. Παλ. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
hennissement.
Étymologie: χρεμετίζω.