ταπεινόφρων: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰπεινόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ταπεινὰ φρονῶν, [[χαμερπής]], Πλούτ. 2. 336Ε. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας ὁ ταπεινὸς τὸ [[φρόνημα]], [[ταπεινός]], Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΘ΄, 23), Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''τᾰπεινόφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, ταπεινὰ φρονῶν, [[χαμερπής]], Πλούτ. 2. 336Ε. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας ὁ ταπεινὸς τὸ [[φρόνημα]], [[ταπεινός]], Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΘ΄, 23), Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ; <i>gén.</i> ονος (ὁ, ἡ)<br />qui a des sentiments peu élevés, pusillanime.<br />'''Étymologie:''' [[ταπεινός]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A mean-spirited, base, Plu.2.336e. 2 in good sense, lowly in mind, humble, LXX Pr.29.23, 1 Ep.Pet.3.8.
German (Pape)
[Seite 1069] ονος, niedrig gesinnt, niedergeschlagenes Sinnes, kleinmüthig, Plut. de fort. Alex. 2, 4. – Auch demüthig, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπεινόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ταπεινὰ φρονῶν, χαμερπής, Πλούτ. 2. 336Ε. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας ὁ ταπεινὸς τὸ φρόνημα, ταπεινός, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΘ΄, 23), Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -όνως, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ων ; gén. ονος (ὁ, ἡ)
qui a des sentiments peu élevés, pusillanime.
Étymologie: ταπεινός, φρήν.